χαμοκέλα

χαμοκέλα
η, Ν
χαμόσπιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι]-) + κελί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαμοκέλα — η χαμόγειο, άθλιο χαμόσπιτο: Τώρα έχουμε λεφτά και θα φύγουμε απ αυτή τη χαμοκέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμόγι — και χαμόι και χαμόγειο, το, Ν χαμόσπιτο, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γαία / γη, μέσω ενός αμάρτυρου μτγν. επιθ. *χαμαίγαιος, κατ επίδραση τών σύνθ. με α συνθετικό χαμο (πρβλ. ανώ[γ]ι: ανώγειο: ανώγαιον)] …   Dictionary of Greek

  • χαμόσπιτο — το, Ν χαμηλό και φτωχικό σπιτάκι, χαμοκέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • χαμόγι — χαμόγι, το και χαμόι, το χαμόσπιτο, χαμοκέλα: Μένει σ ένα χαμόγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμόσπιτο — το χαμόγειο, χαμοκέλα: Θα φύγουμε από το χαμόσπιτο αυτό και θα πάμε σε διαμέρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”